γλευκομετρία

γλευκομετρία
η
η μέτρηση τής πυκνότητας τού γλεύκους (μούστου), ο προσδιορισμός τής περιεκτικότητας του σε σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλευκομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη γλευκομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλευκομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Σέργιο Οικονόμου] …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”